DM Culture


3

Αγαπητές φίλες και φίλοι,

Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος για τη σημερινή εκδήλωση, και αυτό για πάρα πολλούς λόγους. Κυρίως γιατί είμαι Βαρωσιώτης και επίσης γιατί βλέπω ξανά μερικά από τα αριστουργήματα της Δημοτικής Πινακοθήκης της πόλης μας, στη διαδικασία της επιστροφής των οποίων είχα την τύχη να έχω ενεργό εμπλοκή.

Τα έργα αυτά μέσα από τη μεγάλη καλλιτεχνική τους σημασία, καταδεικνύουν ξεκάθαρα το υψηλότατο πολιτιστικό επίπεδο της πόλης μας τις δεκαετίες από το 1950 μέχρι και το 1974, αλλά και την αγάπη πολλών και σημαντικών Αμμοχωστιανών για τη γενέθλια τους πόλη, για το Βαρώσι.

Επιτρέψτε μου λοιπόν αρχικά να αναφερθώ εν συντομία στο ιστορικό αυτής της διαδικασίας, καθώς πιστεύω πως αξίζει να γνωρίζουμε και να τιμήσουμε τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν σε αυτήν.

Η ιστορία αρχίζει πριν από τέσσερα περίπου χρόνια όταν ο Τουρκοκύπριος συν-πρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό Kani Kanol, μαζί με την αντιπρόεδρο της Επιτροπής, Τουρκοκύπρια καλλιτέχνιδα Ruzen Atakan, εμπιστεύθηκαν στην Ελληνοκύπρια συν-πρόεδρο Ανδρούλα Βασιλείου και σε μένα, πως κάπου στα κατεχόμενα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός έργων τέχνης, τα οποία δεν ανήκουν στους Τουρκοκύπριους - όπως χαρακτηριστικά μας είπαν - και θέλουν να τα επιστρέψουν. Αντιλαμβάνεστε την έκπληξη μας, αλλά και την ταραχή μας γι’ αυτήν την σημαντική αποκάλυψη.

Ως γνωστόν, οι Δικοινοτικές Τεχνικές Επιτροπές συστάθηκαν από τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Η δική μας, η Τεχνική Επιτροπή για τον Πολιτισμό είχε συσταθεί το 2015, έχοντας ως κύριο στόχο την προβολή και τη διευκόλυνση της διοργάνωσης πολιτιστικών εκδηλώσεων που θα φέρουν Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους πιο κοντά.

Με την αποκάλυψη λοιπόν των φίλων Τουρκοκυπρίων για τα έργα τέχνης ξεκίνησε μια δύσκολη, επίπονη και πολύ ευαίσθητη διαδικασία. Στην ουσία, θα επρόκειτο για μια ανταλλαγή: οι Τουρκοκύπριοι θα μας παρέδιδαν τα 219 έργα τέχνης και εμείς θα τους παραδίναμε ηχητικά και τηλεοπτικά αρχεία του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) της περιόδου πριν από το 1963, τα οποία είναι συνυφασμένα με την ιστορία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και αφορούν σε κοινωνικές, πολιτιστικές, αθλητικές και άλλες εκδηλώσεις. Οι Τουρκοκύπριοι δεν έχουν καθόλου αρχειακό υλικό από αυτήν την περίοδο, οπότε το υλικό του ΡΙΚ ήταν γι’ αυτούς πολύτιμο.

Το πράσινο φως για να ξεκινήσουμε δόθηκε στην συνάντηση του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί στις 26 Φεβρουαρίου 2019, οπότε και ανακοινώθηκε επίσημα από τους δύο ηγέτες η επιστροφή ενός σημαντικού αριθμού έργων τέχνης από τους Τουρκοκυπρίους στους Ελληνοκυπρίους, καθώς και των αρχείων των Τουρκοκυπρίων ως ένα από τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που συμφωνήθηκαν εκείνη τη μέρα.

Έκτοτε άρχισε μια συστηματική εργασία, με πολλά όμως εμπόδια και καθυστερήσεις: αφενός στα κατεχόμενα υπήρχαν αντιδράσεις από ακραίους κύκλους γι’ αυτήν την ανταλλαγή, ενώ τα δικά μας αρχεία βρίσκονταν στις Βρυξέλλες για ηλεκτρονική ψηφιοποίηση. Τότε βλέπετε οι εκπομπές γράφονταν πάνω σε ταινίες, οι οποίες είχαν υποστεί σημαντικές φθορές αλλά και απώλειες.

Από την πλευρά τους οι Τουρκοκύπριοι φίλοι, υπό την καθοδήγηση του Kani Kanol και της Ruzen Atakan, η οποία είχε και την ευθύνη της πρώτης καταγραφής και συσκευασίας τους, ανέλαβαν το τιτάνιο έργο της τελικής μεταφοράς τους από τα κατεχόμενα. Θεωρώ πως πραγματικά υπερέβαλαν εαυτόν και το έθεσαν ως προσωπικό (θα έλεγα και ηρωικό) στοίχημα. Παράλληλα, έπρεπε να βρεθεί και ένας ασφαλής χώρος αποθήκευσης, έρευνας, καταγραφής και προετοιμασίας τους για έκθεση στο κοινό.

Από την πλευρά μας ξεκινήσαμε τις διαβουλεύσεις με το ΡΙΚ και το Αρχείο του για την προετοιμασία του οπτικοακουστικού υλικού για τους Τουρκοκύπριους. Όπως σας εξήγησα η ψηφιοποίηση του υλικού στο εξωτερικό ήταν και δύσκολη και χρονοβόρα και καθυστερούσε σημαντικά την εξέλιξη της όλης διαδικασίας.

Εμείς, είδαμε για πρώτη φορά τα έργα μέσα από προβολή διαφανειών από τους Τουρκοκύπριους φίλους μας, στη συνεδρία της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό στις 13 Μαρτίου του 2019. Η συγκίνηση και των δύο ομάδων κατά τη διάρκεια της ιστορικής αυτής στιγμής ήταν απερίγραπτη.

Ενώ αρχικά νομίζαμε πως θα πρόκειται για ένα συνονθύλευμα έργων τέχνης που προέρχονταν κυρίως από σπίτια Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα, ξαφνικά άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας έργα πασίγνωστων Ελλήνων και Κυπρίων ζωγράφων: Διαμαντής και Κάνθος, Τσαρούχης και Μόραλης, Κισσονέργης και Χατζηκυριάκος- Γκίκα, Χριστόφορος Σάββα και Πολ Γεωργίου και τόσοι άλλοι.

Καθώς δε περνούσαν μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μας όλα αυτά τα έργα αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία επρόκειτο περί αριστουργημάτων. Ειδικά δε όταν άρχισαν να εμφανίζονται πίνακες όπως τα Κύπρια Έπη του Πολ Γεωργίου, ένα έργο τόσο εμβληματικό για την κυπριακή ιστορία το σοκ ήταν απίστευτο.

Ήταν πραγματικά μια συγκλονιστική εμπειρία και σας ομολογώ πως είναι με δάκρυα στα μάτια που όλοι μας – πολύ δύσκολα – συνεχίσαμε εκείνη τη συνεδρία.

Προσωπικά, είχα την χαρά και την τιμή να αναλάβω τη διαδικασία ταυτοποίησης των έργων καθώς και την αναζήτηση της προέλευσης τους. Λόγω της ιδιότητας μου ως αντιπρόεδρος της Επιτροπής αλλά και ως Θεωρητικός της Τέχνης. Ήταν για μένα μια συναρπαστική διαδικασία, ένας συνδυασμός ιστορικού τέχνης και ντετέκτιβ ταυτόχρονα! Μέσα όμως από την συνεχή έρευνα, αρχικά από τις διαφάνειες και μετά βλέποντας αυτά καθαυτά τα έργα καταφέραμε να ταυτοποιήσουμε το 98% και πλέον από αυτά. Τόσο σε σχέση με τους δημιουργούς τους όσο και σε σχέση με την προέλευση τους.

Βέβαια, λόγω πολλών δυσχερειών (κυρίως λόγω αντιδράσεων στα κατεχόμενα), μόλις τον Σεπτέμβριο του 2019 κατορθώσαμε να ξεπεράσουμε όλες τις δυσκολίες τόσο στα κατεχόμενα όσο και στις ελεύθερες περιοχές. Ακόμη και στο παρά πέντε, όταν είχε ήδη ξεκινήσει το φορτωμένο με τα πακεταρισμένα έργα Τουρκοκυπριακό βαν, οι φίλοι Τουρκοκύπριοι της Επιτροπής ανησυχούσαν μήπως ο Τουρκικός Στρατός, ο οποίος ελέγχει το τελευταίο φυλάκιο που συνορεύει με το Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας, δεν θα επέτρεπε τελικά τη διέλευση του. Η ούτω καλούμενη κυβέρνηση στα κατεχόμενα δεν είχε καθόλου τις ίδιες απόψεις με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Mustafa Akinci, ο οποίος είχε βάλει προσωπικό στοίχημα γι’ αυτήν την ανταλλαγή και πήρε το όλο θέμα επάνω του.

Τελικά, στις 3 Σεπτεμβρίου 2019, μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλημμυρισμένη από συγκίνηση αλλά και ενθουσιασμό, τα έργα επιστράφηκαν και αποθηκεύτηκαν με ασφάλεια σε ειδικό χώρο των Ηνωμένων Εθνών στο αεροδρόμιο. Θυμάμαι όλα τα μέλη της επιτροπής ασθμαίνοντας να κατεβάζουν ασταμάτητα τους πίνακες από το αυτοκίνητο. Όλοι μας κάναμε σαν μικρά παιδιά.

Έτσι, η Επιτροπή μας με την ευγενική στήριξη της UNDP και της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισε τις διαδικασίες της προληπτικής συντήρησής τους και τις προετοιμασίας τους για μια συμβολική έκθεση που έγινε τελικά στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας στις 3 και 4 Φεβρουαρίου 2020.

Στη συνέχεια τα έργα παραδόθηκαν επίσημα στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ανέλαβε, μέσω των (τότε) Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας, να τα παρουσιάσει στο ευρύ κοινό. Αυτό έγινε μέσα από τη μεγάλη έκθεση «ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ», η οποία άνοιξε τον Ιούνιο του 2020 στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης – ΣΠΕΛ, υποδεχόμενη πλήθος κόσμου κατά τους μήνες λειτουργίας της. Παράλληλα, ενεργοποιήθηκε η διαδικασία απόδοσης των έργων στους νόμιμους δικαιούχους, μέσω της Ειδικής Επιτροπής που ορίστηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία και ολοκληρώθηκε επιτυχώς εντός του 2021.

Η συμβολική χειρονομία της λειτουργίας της προσωρινής Δημοτικής Πινακοθήκης Αμμοχώστου στο Μουσείο Thalassa, έχει καταστεί δυνατή μέσα από την αγαστή συνεργασία του Δήμου Αμμοχώστου με τον Δήμο Αγίας Νάπας. Προσωρινή, γιατί παραμένει ακόμα ανοικτή στην δυνατότητα της «επιστροφής».

Η ίδια η έννοια της «επιστροφής», ξεκινώντας από τις αμοιβαίες χειρονομίες των δύο κοινοτήτων για την «επιστροφή» των έργων, αναδεικνύει ταυτόχρονα κάτι από τις παραδοξότητες που διακρίνουν το κυπριακό πρόβλημα, δεδομένου ότι εδώ ο όρος δεν παραπέμπει στο γεγονός της επιστροφής στον πρωτογενή χώρο – το Βαρώσι και τη Δημοτική Πινακοθήκη - αλλά, υπό αυτή την έννοια πάντα, σε μια μορφή «εκτοπισμού», προκειμένου να μας παρασχεθεί η δυνατότητα έκθεσής τους εδώ σήμερα.

Και ετούτο, σε πλήρη αντίθεση με την «επιστροφή» που προσδοκούμε όταν αναφερόμαστε στο δράμα που έζησε ο τόπος μας, με τους ανθρώπινους εκτοπισμούς και την απώλεια της μισής μας πατρίδας. Ας ευχηθούμε λοιπόν ότι πολύ σύντομα θα καταστεί δυνατή η τελική επιστροφή των ιστορικών αυτών έργων στην Αμμόχωστο, σε συνθήκες ελευθερίας και ειρήνης.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους αγαπητούς Δημάρχους Αμμοχώστου και Αγίας Νάπας, καθώς και τα δύο Δημοτικά Συμβούλια για τη στενή τους συνεργασία, με στόχο τη φιλοξενία και παρουσίαση της σπουδαίας σε περιεχόμενο και νοήματα αυτής έκθεσης στο Μουσείο Thalassa.

Mε τη μεγάλη επισκεψιμότητά του, αλλά και τη εγγύτητά του με την κατεχόμενη πόλη της Αμμοχώστου, αποτελεί τον ιδανικό χώρο, πρακτικά και συμβολικά, για την παρουσίαση και προβολή της έκθεσης στο ευρύ κοινό, τοπικό και διεθνές, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της σημαντικότητας και ιστορικότητας των έργων.

Τόσο ο επιμελητής της έκθεσης, κ. Ξένιος Συμεωνίδης, όσο και η οργανωτική και τεχνική ομάδα του Μουσείου αξίζουν συγχαρητηρίων για το άρτιο αποτέλεσμα.

Ευχαριστώ, επίσης, για άλλη μια φορά, τους Προέδρους και τα Μέλη της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπή για τον Πολιτισμό, με τους οποίους είχα την τύχη να συνεργαστώ στο πλαίσιο αυτής της ιστορικής αποστολής. Ευελπιστώ πως θα υπάρξει συνέχεια, με παρόμοιες δράσεις ουσιαστικής δικοινοτικής συνεργασίας.

Ευχαριστώ επίσης θερμά τα ανίψια του μεγάλου μας Βαρωσιώτη ζωγράφου Πολ Γεωργίου Αριστόδημο Φοινιέα και Rima Outram καθώς και τα παιδιά του μεγάλου μας μοντερνιστή καλλιτέχνη Στέλιου Βότση που παραχώρησαν μεγάλο μέρος των έργων των συγγενών τους που επιστράφηκαν για την έκθεση στο THALASSA. Η έκθεση των έργων αυτών αποτελεί πολύτιμη προσθήκη στη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης.

Ευχαριστώ επίσης την Μαρίνα Πιερίδου κόρη του σπουδαίου επιμελητή της Πινακοθήκης και σημαντικού λογοτέχνη Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη για την παραχώρηση του αρχείου του πατέρα της, που αποτέλεσε πολύτιμο βοηθό για την μελέτη των έργων.
Και φυσικά όλους τους επώνυμους και ανώνυμους επισκέπτες της έκθεσης στην ΣΠΕΛ οι οποίοι με τις μνήμες και μαρτυρίες τους μας βοήθησαν στην περαιτέρω ταυτοποίηση των έργων.

Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εσάς για την παρουσία σας εδώ απόψε, σε αυτή τη βραδιά-ορόσημο για την Τέχνη, την ιστορία και τον Πολιτισμό της Κύπρου. Εύχομαι η συγκινητική αυτή έκθεση, μα και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις, να γίνουν μέρος της καθημερινότητάς, ως κοινωνοί ελπίδας και εκφραστές της αποφασιστικότητάς μας για επιστροφή και επανένωση της πατρίδας μας.